- ανωρυομαι
- ἀνωρύομαιἀν-ωρύομαιвопить, испускать
(πένθος, οὐχ ὑμέναιον Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πένθος, οὐχ ὑμέναιον Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανωρύομαι — ἀνωρύομαι (Α) κραυγάζω, ξεφωνίζω … Dictionary of Greek
ἀνωρύετο — ἀνωρύ̱ετο , ἀνωρύομαι howl aloud imperf ind mp 3rd sg ἀνωρύ̱ετο , ἀνωρύομαι howl aloud imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνωρύοντο — ἀνωρύ̱οντο , ἀνωρύομαι howl aloud imperf ind mp 3rd pl ἀνωρύ̱οντο , ἀνωρύομαι howl aloud imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)